- κορσεον
- κόρσεοντό клубень водяного лотоса Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόρσεον — και κορσαῑον, τὸ (Α) βλ. κόρσιον … Dictionary of Greek
κόρσεα — κόρσεον neut nom/voc/acc pl κόρσης who shaved his beard masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρσιον — και κόρσεον, τὸ (Α) η βολβώδης ρίζα τού υδρόβιου φυτού νυμφαία η αστεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek